ανεπίτρεπτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανεπίτρεπτος < (καθαρεύουσα) ἀνεπίτρεπτος < ελληνιστική κοινή ἀνεπιτρέπτ(ως) (αναδρομικός σχηματισμός) [1] Μορφολογικά, αν- στερητικό + επιτρεπτός
Επίθετο
επεξεργασία
ανεπίτρεπτος, -η, -ο'
- απαράδεκτος, που δεν επιτρέπεται από ηθική άποψη (για ενέργειες, όχι για έμψυχα)
- ⮡ ανεπίτρεπτη συμπεριφορά
- ⮡ ήταν ανεπίτρεπτη η εν κρυπτώ αλλαγή του νόμου για το "πόθεν έσχες"
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεπίτρεπτος
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ ανεπίτρεπτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας