unacceptable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | unacceptable |
συγκριτικός | more unacceptable |
υπερθετικός | most unacceptable |
Ετυμολογία
επεξεργασία- unacceptable < un- + acceptable
Επίθετο
επεξεργασίαunacceptable (en)
- απαράδεκτος, μη αποδεκτός
- ⮡ They condemn the unacceptable shooting down of a military aircraft.
- Καταδικάζουν την απαράδεκτη κατάρριψη πολεμικού αεροσκάφους.
- ⮡ They condemn the unacceptable shooting down of a military aircraft.