allowed
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαallowed (en)
- αόριστος & παθητική μετοχή αορίστου του allow, επιτρέπω σε κάποιον και επιτρέπω να συμβεί κάτι, επιτρέπεται
- he is allowed to join the excursion
- he is not allowed, does not have the permission to...
- smoking is allowed only outdoors