Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
outdoors
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
outdoors
(en)
έξω
, στο
ύπαιθρο
,
εξωτερικός
χώρος
⮡
It was sunny so I went
outdoors
.
Είχε λιακάδα κι έτσι βγήκα
έξω
.
⮡
I work
outdoors
.
Δουλεύω
στο ύπαιθρο
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη λέξη
outside
≠
αντώνυμα
:
indoors
Πηγές
επεξεργασία
outdoors
-
Oxford Learner's Dictionaries