Ετυμολογία

επεξεργασία
indoors < indoor + -s

  Επίρρημα

επεξεργασία

indoors (en) (χωρίς παραθετικά)

  • μέσα σε κτήριο
    ⮡  It was raining so I stayed indoors.
    Έβρεχε κι έτσι έμεινα μέσα.
    ⮡  It’s a sin to stay indoors on such a beautiful day.
    Είναι αμαρτία να μένεις μέσα τέτοια όμορφη μέρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη inside
     αντώνυμα: outdoors