Ετυμολογία

επεξεργασία
outside < out + side

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός outside
συγκριτικός more outside
υπερθετικός most outside

outside (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)

  1. εξωτερικός
    ⮡  The outside surface of the pan is hot.
    Η εξωτερική επιφάνεια του τηγανιού είναι ζεστή.
     συνώνυμα:  exterior, external και outer
     αντώνυμα: inside
  2. υπαίθριος
    ⮡  an outside market - υπαίθρια αγορά
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη outdoor

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός outside
συγκριτικός more outside
υπερθετικός most outside

outside (en)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
outside outsides

outside (en)

  1. η εξωτερική πλευρά ενός πράγματος
  2. η εξωτερική εμφάνιση ενός πράγματος

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Πρόθεση

επεξεργασία

outside (en)

  1. εκτός από, σε ένα μέρος έξω από κάτι
    ⮡  I went outside (of) the store.
    Βγήκα έξω από το μαγαζί.
  2. εκτός, μακριά ή όχι σε ένα συγκεκριμένο μέρος
    ⮡  outside (of) Greece - εκτός Ελλάδος
  3. εκτός, που δεν είναι μέρος κάτι
    ⮡  outside (of) the law - εκτός νόμου
    ⮡  outside (of) shooting range - εκτός πεδίου βολής πεδίο
  4. (outside of) εκτός (από)
    ⮡  outside of my office work - εκτός από τη δουλειά μου στο γραφείο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη besides

Άλλες μορφές

επεξεργασία