outside
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | outside |
συγκριτικός | more outside |
υπερθετικός | most outside |
outside (en) (μόνο πριν από το ουσιαστικό)
Επίρρημα
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | outside |
συγκριτικός | more outside |
υπερθετικός | most outside |
outside (en)
- έξω, όχι μέσα σε κτίριο
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
outside | outsides |
outside (en)
Εκφράσεις
επεξεργασίαΠρόθεση
επεξεργασίαoutside (en)
- εκτός από, σε ένα μέρος έξω από κάτι
- ⮡ I went outside (of) the store.
- Βγήκα έξω από το μαγαζί.
- ⮡ I went outside (of) the store.
- εκτός, μακριά ή όχι σε ένα συγκεκριμένο μέρος
- ⮡ outside (of) Greece - εκτός Ελλάδος
- εκτός, που δεν είναι μέρος κάτι
- ⮡ outside (of) the law - εκτός νόμου
- ⮡ outside (of) shooting range - εκτός πεδίου βολής πεδίο
- (outside of) εκτός (από)
Άλλες μορφές
επεξεργασία- outside of (ειδικά αμερικανικά αγγλικά)
Πηγές
επεξεργασία- outside (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- outside (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- outside (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- outside (preposition) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτός