permission
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
permission (en)
- άδεια (συγκατάνευση για κάτι)
- (πληροφορική) δικαίωμα, άδεια (για χρήστες και αρχεία)
- → δείτε τη λέξη privilege
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
permission (fr) θηλυκό
- άδεια (συγκατάνευση για κάτι)