Δείτε επίσης: perdition
      ενικός         πληθυντικός  
permission permissions

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

permission (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η άδεια, η συγκατάθεση για κάτι
    ⮡  You have my permission to go.
    Έχεις την άδεια μου να πας.
    ⮡  Republication of the entire book, or a section of it, without the editor’s permission is prohibited.
    Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ολόκληρου ή τμήματος του βιβλίου χωρίς την άδεια του εκδότη.
  2. (πληροφορική) το δικαίωμα, η άδεια για χρήστες και αρχεία
    → δείτε τη λέξη privilege



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

permission (fr) θηλυκό