Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  Δείτε επίσης: perdition

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

permission (en)

  1. άδεια (συγκατάνευση για κάτι)
  2. (πληροφορική) δικαίωμα, άδεια (για χρήστες και αρχεία)
    → δείτε τη λέξη privilege



Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

permission (fr) θηλυκό