permission
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
permission | permissions |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpermission (en)
- (μη μετρήσιμο) η άδεια, η συγκατάθεση για κάτι
- ⮡ You have my permission to go.
- Έχεις την άδεια μου να πας.
- ⮡ Republication of the entire book, or a section of it, without the editor’s permission is prohibited.
- Απαγορεύεται η αναδημοσίευση ολόκληρου ή τμήματος του βιβλίου χωρίς την άδεια του εκδότη.
- ⮡ You have my permission to go.
- (πληροφορική) το δικαίωμα, η άδεια για χρήστες και αρχεία
- → δείτε τη λέξη privilege
Πηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpermission (fr) θηλυκό
- άδεια (συγκατάνευση για κάτι)