may
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | may |
γ΄ ενικό ενεστώτα | may |
αόριστος | might |
παθητική μετοχή | — |
ενεργητική μετοχή | — |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
Ρήμα
επεξεργασίαmay (en) (modal verb)
- μπορεί να, μπορώ, θα μπορούσα, να, ίσως να, χρησιμοποιείται για να πει ότι κάτι είναι δυνατό
- ⮡ Smoking may cause cancer.
- Το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.
- ⮡ It may rain.
- Μπορεί να βρέχει.
- ⮡ I may go and I may not go.
- Μπορεί να πάω, μπορεί και να μην πάω.
- ⮡ I may see him if he comes early.
- Θα μπορούσα να τον δω αν έρθει νωρίς.
- ⮡ Mistakes which may cost me dearly.
- Λάθη που μπορούν να μου στοιχίσουν ακριβά.
- ⮡ Where may Peter be now…
- Πού να βρίσκεται τώρα ο Πέτρος…
- ⮡ He may be at home.
- Ίσως να είναι σπίτι.
- ⮡ He may go to the theater.
- Ίσως να πάει θέατρο.
- ⮡ He may have gone to the theater.
- Ίσως να πήγε θέατρο.
- ⮡ He said he may go out.
- Είπε ότι ίσως να πήγαινε έξω.
- ≈ συνώνυμα: can, could και might
- ⮡ Smoking may cause cancer.
- (επίσημο) μπορώ, να, χρησιμοποιείται για να ζητήσει ή να δώσει άδεια
- (επίσημο) μήπως, μπορώ, χρησιμοποιείται ως ευγενικός τρόπος για να κάνω ένα σχόλιο, να κάνω μια ερώτηση κτλ.
- (επίσημο) μακάρι να, χρησιμοποιείται για να εκφράσει επιθυμίες και ελπίδες
- ⮡ May you achieve what you want in life!
- Μακάρι να πετύχεις ό,τι θέλεις στη ζωή σου!
- ⮡ May everything happen the way you want.
- Μακάρι να γίνουν όλα όπως θες.
- ⮡ May you have good luck.
- Σου εύχομαι καλή τύχη.
- ⮡ May you achieve what you want in life!
Πηγές
επεξεργασία- may - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 551. ISBN 9780194325684., λήμμα: μήπως