Ουσιαστικό

επεξεργασία

might (en)

might (en)

  1. (modal verb) μπορεί να, υπάρχει η πιθανότητα
    Smoking might cause cancer.
    Το κάπνισμα μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.
    It might rain.
    Μπορεί να βρέχει.
    I might see him if he comes early.
    Θα μπορούσα να τον δω αν έρθει νωρίς.
    I might have seen him if he had come early.
    Θα μπορούσα να τον δω/να τον έβλεπα αν είχε έρθει νωρίς.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη may
  2. (modal verb, κυρίως βρετανικό & επίσημο, παρωχημένο ως αμερικανικό) μπορώ, σε ερωτηματικές προτάσεις για άδεια ή παράκληση
    Might I go out, sir?
    Μπορώ να πάω έξω, κύριε;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη may
  3. (modal verb) μήπως, μπορώ, χρησιμοποιείται να δηλώσει πρόταση ή πιθανότητα ευγενικά
    You might want to put more sugar in the sauce.
    Μπορεί να θέλετε να βάλετε περισσότερη ζάχαρη στη σάλτσα.
    Is it possible he might be at home?
    Μήπως είναι σπίτι;
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη could
  4. (modal verb) μπορεί να, θα μπορούσα να, χρησιμοποιείται να δηλώσει περασμένο ενδεχόμενο που δεν πραγματοποιήθηκε, συνήθως λέγεται με θυμό
    Be careful! You might have killed me with that stone!
    Πρόσεχε! Μπορεί να/Θα μπορούσες να με σκοτώσεις μ' αυτή την πέτρα!
     συνώνυμα: could
  • might - Cambridge Dictionary online
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 574. ISBN 9780194325684. , λήμμα: μπορώ