Αγγλικά (en)Επεξεργασία

ενεστώτας do
γ΄ ενικό ενεστώτα does
αόριστος did
παθητική μετοχή done
ενεργητική μετοχή doing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /duː/

  ΡήμαΕπεξεργασία

do (en)

ΣημειώσειςΕπεξεργασία

Παράγωγες λέξειςΕπεξεργασία



Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία

  Ετυμολογία 1Επεξεργασία

do < d- + -o

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

do (eo)

  • το όνομα του γράμματος D

  Ετυμολογία 2Επεξεργασία

do < γαλλική donc, ιταλική dunque

  ΣύνδεσμοςΕπεξεργασία

do (eo)



Ίντο (io)Επεξεργασία

  ΣύνδεσμοςΕπεξεργασία

do (io)



Λατινικά (la)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

do < ινδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₃- (=δίνω). Συγγενές με την αρχαία ελληνική δίδωμι

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /doː/
 

  ΡήμαΕπεξεργασία

do (la) (dō1, dedī, datum, dare)

ΣύνθεταΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΠηγέςΕπεξεργασία



Πολωνικά (pl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : //
 

  ΠρόθεσηΕπεξεργασία

do (pl)

  1. προς
  2. μέχρι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

do (pl)



Πορτογαλικά (pt)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

do < de + o

  ΣυγχώνευσηΕπεξεργασία

do (pt) αρσενικό (θηλυκό da)