ενεστώτας do
γ΄ ενικό ενεστώτα does
αόριστος did
παθητική μετοχή done
ενεργητική μετοχή doing
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /duː/

do (en)

  1. (auxiliary verb) χρησιμοποιείται να φτιάξει ερωτηματικές προτάσεις
    ⮡  Did you like the food?
    Σου άρεσε το φαγητό;
    ⮡  Do you speak Greek?
    Μιλάς ελληνικά;
  2. (auxiliary verb, + not) μην ή δεν, χρησιμοποιείται να φτιάξει αρνητικές προτάσεις
    ⮡  Do not speak!
    Μη μιλάς!
    ⮡  I do not drink alcohol./I did not drink alcohol.
    Δεν πίνω αλκοόλ./Δεν ήπια αλκοόλ.
    ⮡  Don’t you like the food?
    Δεν σου αρέσει το φαγητό;
  3. (auxiliary verb) ε, έτσι δεν είναι, χρησιμοποιείται να φτιάξει question tag
    ⮡  So you didn’t see him, did you?
    Ώστε δεν τον είδες, ε;
    ⮡  You trust me, don’t you?
    Με εμπιστεύεσαι, έτσι δεν είναι;
  4. (auxiliary verb) χρησιμοποιείται για να αποφευχθεί η επανάληψη του πρώτου ρήματος
    ⮡  Who won it? I did (=won).
    Ποιος το κέρδισε; Κέρδισα.
  5. (auxiliary verb) χρησιμοποιείται να δηλώσει έμφαση
    ⮡  I do like the book.
    Μου αρέσει το βιβλίο.
  6. (μεταβατικό) κάνω, χρησιμοποιείται για να αναφερθώ σε ενέργειες για τις οποίες δεν αναφέρω ονομαστικά ή δεν ξέρω
    ⮡  What can I do for you?
    Τι μπορώ να κάνω για σας;
    ⮡  What do you want me to do?
    Τι θέλεις να κάνω;
    ⮡  There’s nothing we can do.
    Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα.
    ⮡  What did you do to your hair?
    Τι έκανες στα μαλλιά σου;
    ⮡  What have you done to him?
    Τι του έκανες;
    ⮡  What have you been doing in the bathroom for so long?
    Τι έκανες στο μπάνιο τόση ώρα;
    ⮡  When in Rome do as the Romans do.
    Στη Ρώμη να κάνεις όπως κάνουν οι Ρωμαίοι.
    ⮡  Don’t do anything!
    Μην κάνεις τίποτε!
  7. (αμετάβατο) κάνω, ενεργώ με τον τρόπο που αναφέρθηκε
    ⮡  Do as you’d like.
    Κάνε όπως θέλεις.
    ⮡  You would do well to follow his advice.
    Θα έκανες καλά ν' ακολουθήσεις τη συμβουλή του.
  8. (αμετάβατο) (τα) πηγαίνω, χρησιμοποιείται όταν ρωτάμε ή μιλάμε για την επιτυχία ή την πρόοδο κάποιου ή κάτι
    ⮡  How is business doing?/How’s business doing?
    Πώς πάνε οι δουλειές;
    ⮡  How are you doing?
    Πώς πάει/Τι κάνεις;
    ⮡  How did you do in the exam?
    Πώς τα πήγες στις εξετάσεις;
    ⮡  How are you doing with the new boss?
    Πώς πας με το νέο αφεντικό;
    ⮡  We didn’t do well in English.
    Δεν τα πήγαμε καλά στα αγγλικά.
    ⮡  My finances are doing better.
    Τα οικονομικά μου πάνε καλύτερα.
  9. (μεταβατικό) κάνω, δουλεύω ή εκτελώ μια δραστηριότητα ή μια εργασία
    ⮡  I am doing research on the causes of cancer.
    Κάνω έρευνες για τα αίτια του καρκίνου.
    ⮡  We did the radiators. (=we fixed them)
    Κάναμε τα καλοριφέρ. (=τα επιδιορθώσαμε)
    ⮡  I am doing underwater fishing/climbing.
    Κάνω υποβρύχιο ψάρεμα/ορειβασία.
    ⮡  I am doing exercises/English/chemistry.
    Κάνω γυμναστική/αγγλικά/χημεία.
    ⮡  I do a bit of sewing/knitting.
    Κάνω λίγο ράψιμο/πλέξιμο.
    ⮡  I am doing my military service.
    Κάνω τη θητεία μου.
    ⮡  I do my duty.
    Κάνω το καθήκον μου.
  10. (μεταβατικό) καθαρίζω, πλένω, τακτοποιώ, περνάω, περιποιούμαι, δένω, χρησιμοποιείται με ουσιαστικά για να μιλήσει για εργασίες όπως καθάρισμα, πλύσιμο, τακτοποίηση κτλ.
    ⮡  I am doing (=cleaning) the floor.
    Καθαρίζω το πάτωμα.
    ⮡  I am doing (=washing) the dishes.
    Πλένω τα πιάτα.
    ⮡  She did the flower arrangement in the vases.
    Τακτοποίησε τα λουλούδια στα βάζα.
    ⮡  I must do (=clean) the walls/the carpets.
    Πρέπει να περάσω τους τοίχους/τα χαλιά.
    ⮡  I’m doing (=grooming) my hair.
    Περιποιούμαι τα μαλλιά μου.
    ⮡  Can you do (=tie) my tie?
    Μπορείς να μου δέσεις τη γραβάτα.
  11. (μεταβατικό) κάνω κάτι για το επάγγελμά μου
    ⮡  -“What does he do for a living?” -“He does teaching./He is a teacher.”
    -«Τι κάνει για να ζήσει;» -«Κάνει το δάσκαλο.»
  12. (μεταβατικό) κάνω, παράγω ή παρέχω κάτι
    ⮡  I am doing a poem/song.
    Κάνω ένα ποίημα/τραγούδι.
    ⮡  I’m doing a painting.
    Κάνω έναν πίνακα.
     συνώνυμα: make
  13. (μεταβατικό και αμετάβατο) αρκώ, φτάνω
    ⮡  A single word will do.
    Μια μόνη λέξη αρκεί.
    ⮡  That’ll do, thank you!
    Φτάνει, ευχαριστώ!
    ⮡  That explanation won’t do.
    Δε μου φτάνει αυτή η εξήγηση.
    ⮡  One meal a day won’t do for a growing child.
    Ένα γεύμα την ημέρα δε φτάνει για ένα παιδί στην ανάπτυξη
  14. (μεταβατικό) κάνω μίμηση, μιμούμαι
    ⮡  He does other people's voices for us and we laugh.
    Μας κάνει φωνές άλλων ανθρώπων και γελάμε.
    ⮡  She did her uncle’s voice perfectly.
    Μιμήθηκε τέλεια τη φωνή του θείου της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη imitate
  15. (μεταβατικό, ανεπίσημο) περιηγούμαι, επισκέπτομαι ένα μέρος ως τουρίστας
    ⮡  Can we do Crete in 5 days?
    Μπορούμε να περιηγηθούμε την Κρήτη σε 5 μέρες;
  16. (μεταβατικό) κάνω, διανύω μια συγκεκριμένη απόσταση
    ⮡  My car does 50 kilometers per gallon.
    Το αυτοκίνητο μου κάνει 50 χιλιόμετρα στο γαλόνι.
    ⮡  I do the trip from home to the office in ten minutes.
    Σε δέκα λεπτά κάνω τη διαδρομή από το σπίτι στο γραφείο.
    ⮡  My car has done ten thousand kilometers.
    Το αυτοκίνητό μου έχει κάνει δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα.
  17. (μεταβατικό) κάνω, ταξιδεύω με συγκεκριμένη ταχύτητα
    ⮡  A pedestrian does four kilometers per hour.
    Ένας πεζός κάνει τέσσερα χιλιόμετρα την ώρα.

Σημειώσεις

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Phrasal Verbs:



  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
do < d- + -o

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

do (eo)

  • το όνομα του γράμματος D

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
do < γαλλική donc, ιταλική dunque

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

do (eo)



  Σύνδεσμος

επεξεργασία

do (io)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
do < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *deh₃- (=δίνω). Συγγενές με την αρχαία ελληνική δίδωμι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /doː/
 

do (la) (dō1, dedī, datum, dare)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : //
 

  Πρόθεση

επεξεργασία

do (pl)

  1. προς
  2. μέχρι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

do (pl)



  Ετυμολογία

επεξεργασία
do < de + o

  Συγχώνευση

επεξεργασία

do (pt) αρσενικό (θηλυκό da)