ενεστώτας do up
γ΄ ενικό ενεστώτα does up
αόριστος did up
παθητική μετοχή done up
ενεργητική μετοχή doing up

Ετυμολογία

επεξεργασία
do up <  δείτε τις λέξεις do και up
ΔΦΑ : /duː ʌp/ (βρετανικό)
 

do up (en)

  • κουμπώνω
      The Mom asked her daughter to do her coat up as it was cold outside.
    Η μαμά είπε στην κόρη της να κουμπώσει το παλτό της καθώς είχε κρύο έξω.