do up
Αγγλικά (en) επεξεργασία
ενεστώτας | do up |
γ΄ ενικό ενεστώτα | does up |
αόριστος | did up |
παθητική μετοχή | done up |
ενεργητική μετοχή | doing up |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
do up (en)
- κουμπώνω
- ↪ The Mom asked her daughter to do her coat up as it was cold outside.
- Η μαμά είπε στην κόρη της να κουμπώσει το παλτό της καθώς είχε κρύο έξω.
- ↪ The Mom asked her daughter to do her coat up as it was cold outside.