much less
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίαmuch less (en)
- (ιδιωματισμός) πολύ περισσότερο δε, πόσο μάλλον
- ↪ He cannot walk yet, much less run.
- Δεν μπορεί να περπατήσει ακόμα, πολύ περισσότερο δε να τρέξει.
- ↪ He cannot run 100 yards, much less a mile.
- Δεν μπορεί να τρέξει εκατό γιάρδες, πόσο μάλλον ένα μίλι.
- ↪ He cannot walk yet, much less run.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- less (idioms): much/still less - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 690. ISBN 9780194325684., λήμμα: περισσότερος