not much of a
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαnot much of a (en)
- (ιδιωματισμός) δεν αξίζω πολλά σαν, δεν λέω πολλά σαν, όχι καλά
- ⮡ He was not much of a teacher.
- Δεν αξίζει πολλά σαν δάσκαλος.
- ⮡ It was not much of a dinner.
- Δεν έλεγε πολλά σαν γεύμα.
- ⮡ He was not much of a teacher.