little
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
little (en)
- μικρός, νεότερος
- A little child.
- My little brother.
- λίγος (με μη αριθμητά ουσιαστικά)
- There is little water left.
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
little (en)
- He speaks little.
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
little by little