Αντωνυμία

επεξεργασία

little (en)

  1. (a/the little (bit)) λίγο, λιγάκι, το λίγο, ένα μικρό ποσό
    ⮡  I’ll be back in a little.
    Θα επιστρέψω σε λίγο.
    ⮡  Wait a little bit!
    Περίμενε λιγάκι!
    ⮡  He gave me the little he had.
    Μου έδωσε το λίγο που είχε.
    ⮡  From the little bit that I know of him…
    Από το λίγο που τον ξέρω…
  2. λίγος, όχι πολύ
    ⮡  He’s done very little for me.
    Πολύ λίγα έκανε για μένα.
    ⮡  It’s good (the food is), but there’s little.
    Καλό (είναι το φαΐ), αλλά λίγο.

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός little
συγκριτικός littler
υπερθετικός littlest
Είναι πολύ πιο συνηθισμένο να λέμε smaller και smallest

little (en)

  1. μικρός, νέος
    ⮡  my little brother - ο μικρός μου αδελφός
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη young
  2. μικρός, σύντομος
    ⮡  a little break - ένα μικρό διάλειμμα
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη brief

  Επίρρημα

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός little
συγκριτικός less
υπερθετικός least

little (en)

  1. (a little (bit)) λίγο, λιγάκι, κάπως, σε μικρό βαθμό
    ⮡  He is a little better today./He is a little bit better today.
    Είναι λίγο καλύτερα σήμερα.
    ⮡  I will stop by again a little later.
    Θα ξαναπεράσω λίγο αργότερα.
    ⮡  Come a little bit closer, so I see you.
    Έλα λίγο πιο εδώ, για να σε βλέπω.
    ⮡  I am a little tired.
    Είμαι λιγάκι κουρασμένος.
    ⮡  It is a little too long/expensive.
    Είναι λιγάκι μακρύ/ακριβό.
    ⮡  The soup needs a little more salt.
    Η σούπα θέλει λιγάκι αλάτι ακόμα.
    ⮡  Put a little bit more food for me.
    Βάλε μου λίγο φαΐ ακόμα.
    ⮡  In the evening it’s a little chilly.
    Το βραδάκι κάνει λίγη ψύχρα.
    ⮡  It’s a little (too) expensive for me.
    Είναι κάπως ακριβό για μένα.
  2. λίγο, όχι πολύ
    ⮡  Unfortunately he’s little better than yesterday.
    Δυστυχώς λίγο καλύτερα είναι από χθες.
    ⮡  I sleep very little.
    Κοιμάμαι πάρα πολύ λίγο.
    ⮡  He is little known.
    Είναι πολύ λίγος γνωστός.

little (en)

  1. (a little (bit/bit of)) λίγο, λιγάκι, λίγος, χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ουσιαστικά για να δείξει ένα μικρό ποσό
    ⮡  He speaks Greek well and a little English too.
    Μιλάει καλά ελληνικά και λίγο αγγλικά.
    ⮡  He has a little fever./He has a little bit of a fever.
    Έχει λιγάκι πυρετό;
    ⮡  I am a little bit of a musician.
    Είμαι λίγο μουσικός.
    ⮡  The least you can do is to show a little understanding.
    Το ελάχιστο που μπορείς να κάνεις είναι να δείξεις λίγη κατανόηση.
    ⮡  A little bit of patience is needed and all will go well.
    Λίγη υπομονή χρειάζεται κι όλα θα πάνε καλά.
  2. λίγος, χρησιμοποιείται με μη μετρήσιμα ουσιαστικά για να δείξει ένα ελάχιστο ποσό, όχι πολύ
    ⮡  I have little time and less patience, young man.
    Έχω λίγο χρόνο και λιγότερη υπομονή, νεαρέ.
    ⮡  He pays very little attention to your advice.
    Πολύ λίγη προσοχή δίνει στις συμβουλές σου.
    ⮡  How can I live with so little money?
    Πώς να ζήσω με τόσο λίγα λεφτά;
    ⮡  He knows little German and less French.
    Ξέρει λίγα γερμανικά και λιγότερα γαλλικά.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Σημειώσεις

επεξεργασία
  • χρησιμοποιείται μόνο με μη μετρήσιμα ουσιαστικά
  • χρησιμοποιείται το few για μετρήσιμα ουσιαστικά