brief
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | brief |
συγκριτικός | briefer |
υπερθετικός | briefest |
brief (en)
- σύντομος, μικρός, που διαρκεί μόνο λίγο
- ⮡ in his brief life - στη σύντομη ζωή του
- ⮡ a brief visit/conversation - μια μικρή επίσκεψη/συζήτηση
- σύντομος, ολιγόλογος, με λίγα λόγια
- ⮡ brief and to the point - σύντομος και στο θέμα
- ⮡ I’ll be brief.
- Θα είμαι σύντομος.
Συνώνυμα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | brief |
γ΄ ενικό ενεστώτα | briefs |
αόριστος | briefed |
παθητική μετοχή | briefed |
ενεργητική μετοχή | briefing |
brief (en)
- ενημερώνω
- ⮡ The pilots were briefed before their mission.
- Οι πιλότοι ενημερώθηκαν πριν από την αποστολή τους.
- ⮡ The secretary briefed the manager on what happened while he was gone.
- Η γραμματέας ενημέρωσε το Διευθυντή για ό,τι έγινε ενόσω έλειπε.
- ⮡ The pilots were briefed before their mission.
Πηγές
επεξεργασία- brief (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- brief (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- brief (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 554, 853. ISBN 9780194325684., λήμμα: μικρός, σύντομος
Ολλανδικά (nl)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαbrief (nl) αρσενικό
- η επιστολή