Δείτε επίσης: Brief

  Επίθετο

επεξεργασία
παραθετικά
θετικός brief
συγκριτικός briefer
υπερθετικός briefest

brief (en)

  1. σύντομος, μικρός, που διαρκεί μόνο λίγο
    ⮡  in his brief life - στη σύντομη ζωή του
    ⮡  a brief visit/conversation - μια μικρή επίσκεψη/συζήτηση
  2. σύντομος, ολιγόλογος, με λίγα λόγια
    ⮡  brief and to the point - σύντομος και στο θέμα
    ⮡  I’ll be brief.
    Θα είμαι σύντομος.

Συνώνυμα

επεξεργασία
ενεστώτας brief
γ΄ ενικό ενεστώτα briefs
αόριστος briefed
παθητική μετοχή briefed
ενεργητική μετοχή briefing

brief (en)

  • ενημερώνω
    ⮡  The pilots were briefed before their mission.
    Οι πιλότοι ενημερώθηκαν πριν από την αποστολή τους.
    ⮡  The secretary briefed the manager on what happened while he was gone.
    Η γραμματέας ενημέρωσε το Διευθυντή για ό,τι έγινε ενόσω έλειπε.



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

brief (nl) αρσενικό