Δείτε επίσης: Brief

Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

παραθετικά
θετικός brief
συγκριτικός briefer
υπερθετικός briefest

brief (en)

  1. σύντομος, μικρός, που διαρκεί μόνο λίγο
    in his brief life - στη σύντομη ζωή του
    a brief visit/conversation - μια μικρή επίσκεψη/συζήτηση
  2. σύντομος, ολιγόλογος, με λίγα λόγια
    brief and to the point - σύντομος και στο θέμα
    I’ll be brief.
    Θα είμαι σύντομος.

Συνώνυμα επεξεργασία

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας brief
γ΄ ενικό ενεστώτα briefs
αόριστος briefed
παθητική μετοχή briefed
ενεργητική μετοχή briefing

brief (en)

  Πηγές επεξεργασία



Ολλανδικά (nl) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

 

  Ουσιαστικό επεξεργασία

brief (nl) αρσενικό