Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός short-lived
συγκριτικός shorter-lived
υπερθετικός shortest-lived

  Ετυμολογία επεξεργασία

short-lived < short + lived

  Επίθετο επεξεργασία

short-lived (en)

  Πηγές επεξεργασία