short-lived
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | short-lived |
συγκριτικός | shorter-lived |
υπερθετικός | shortest-lived |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαshort-lived (en)
Πηγές
επεξεργασία- short-lived - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 502. ISBN 9780194325684., λήμμα: λιγόζωος