summary
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | summary |
συγκριτικός | more summary |
υπερθετικός | most summary |
summary (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
summary | summaries |
summary (en)
- η περίληψη
- ⮡ a summary of his speech - μια περίληψη της ομιλίας
Πηγές
επεξεργασία- summary (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- summary (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 686. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιληπτικός, περίληψη