ολιγόλογος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.liˈɣo.lo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λι‐γό‐λο‐γος
Επίθετο
επεξεργασίαολιγόλογος, -η, -ο
- που εκφράζεται με λίγα λόγια, λακωνικός
- ολιγόλογο μήνυμα
- που έχει την τάση να μη μιλάει πολύ, που προτιμά να μένει σιωπηλός