Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
λιγομίλητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Συνώνυμα
1.3.2
Αντώνυμα
1.3.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
λιγομίλητ
ος
η
λιγομίλητ
η
το
λιγομίλητ
ο
γενική
του
λιγομίλητ
ου
της
λιγομίλητ
ης
του
λιγομίλητ
ου
αιτιατική
τον
λιγομίλητ
ο
τη
λιγομίλητ
η
το
λιγομίλητ
ο
κλητική
λιγομίλητ
ε
λιγομίλητ
η
λιγομίλητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
λιγομίλητ
οι
οι
λιγομίλητ
ες
τα
λιγομίλητ
α
γενική
των
λιγομίλητ
ων
των
λιγομίλητ
ων
των
λιγομίλητ
ων
αιτιατική
τους
λιγομίλητ
ους
τις
λιγομίλητ
ες
τα
λιγομίλητ
α
κλητική
λιγομίλητ
οι
λιγομίλητ
ες
λιγομίλητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
λιγομίλητος
<
λιγο-
+ (
μιλάω
)
μιλη-
+
-τος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
li.ɣoˈmi.li.tos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
λι‐γο‐μί‐λη‐τος
Επίθετο
επεξεργασία
λιγομίλητος, -η, -ο
που
μιλάει
λίγο
, που δε
λέει
πολλά
⮡
είναι πάντα
λιγομίλητη
και για αυτό την παρεξηγούν
Συνώνυμα
επεξεργασία
ακριβομίλητος
λιγόλογος
λακωνικός
Αντώνυμα
επεξεργασία
πολυλογάς
φλύαρος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
λιγομίλητος
γαλλικά
:
taciturne
(fr)
,
renfermé
(fr)
,
taiseux
(fr)