renfermé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | renfermé | renfermés |
θηλυκό | renfermée | renfermées |
Επίθετο
επεξεργασίαrenfermé (fr)
- air renfermé: αέρας που δεν ανανεώνεται
- ça sent le renfermé - μυρίζει κλεισούρα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrenfermé (fr) αρσενικό