ανανεώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανανεώνομαι < αρχαία ελληνική ἀνανεόομαι-ἀνανεοῦμαι
Ρήμα
επεξεργασίαανανεώνομαι
- ξανανιώνω
- Θα κάνω πιλάτες και κολύμπι και μάσκες ομορφιές και θα ανανεωθώ
- βρίσκω καινούργια ενδιαφέροντα για να ξαναβρώ την καλή μου διάθεση, την δημιουργικότητά μου
- Μετά την τρίτη ταινία του δεν ανανεώθηκε και καταντά κουραστικός
Συγγενικά
επεξεργασία- ανανέωση
- ανανεώνω
- ανανεωτικά
- ανανεωτικός
- ανανεωμένος (μετοχή παθ. παρακ.)
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανανεώνομαι | ανανεωνόμουν(α) | θα ανανεώνομαι | να ανανεώνομαι | ||
β' ενικ. | ανανεώνεσαι | ανανεωνόσουν(α) | θα ανανεώνεσαι | να ανανεώνεσαι | (ανανεώνου) | |
γ' ενικ. | ανανεώνεται | ανανεωνόταν(ε) | θα ανανεώνεται | να ανανεώνεται | ||
α' πληθ. | ανανεωνόμαστε | ανανεωνόμαστε ανανεωνόμασταν |
θα ανανεωνόμαστε | να ανανεωνόμαστε | ||
β' πληθ. | ανανεώνεστε | ανανεωνόσαστε ανανεωνόσασταν |
θα ανανεώνεστε | να ανανεώνεστε | (ανανεώνεστε) | |
γ' πληθ. | ανανεώνονται | ανανεώνονταν ανανεωνόντουσαν |
θα ανανεώνονται | να ανανεώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανανεώθηκα | θα ανανεωθώ | να ανανεωθώ | ανανεωθεί | ||
β' ενικ. | ανανεώθηκες | θα ανανεωθείς | να ανανεωθείς | ανανεώσου | ||
γ' ενικ. | ανανεώθηκε | θα ανανεωθεί | να ανανεωθεί | |||
α' πληθ. | ανανεωθήκαμε | θα ανανεωθούμε | να ανανεωθούμε | |||
β' πληθ. | ανανεωθήκατε | θα ανανεωθείτε | να ανανεωθείτε | ανανεωθείτε | ||
γ' πληθ. | ανανεώθηκαν ανανεωθήκαν(ε) |
θα ανανεωθούν(ε) | να ανανεωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανανεωθεί | είχα ανανεωθεί | θα έχω ανανεωθεί | να έχω ανανεωθεί | ανανεωμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανανεωθεί | είχες ανανεωθεί | θα έχεις ανανεωθεί | να έχεις ανανεωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανανεωθεί | είχε ανανεωθεί | θα έχει ανανεωθεί | να έχει ανανεωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανανεωθεί | είχαμε ανανεωθεί | θα έχουμε ανανεωθεί | να έχουμε ανανεωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανανεωθεί | είχατε ανανεωθεί | θα έχετε ανανεωθεί | να έχετε ανανεωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανανεωθεί | είχαν ανανεωθεί | θα έχουν ανανεωθεί | να έχουν ανανεωθεί |