ανανεωτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανανεωτικός < ανανεώνω
Επίθετο επεξεργασία
ανανεωτικός
- που ανανεώνει φυσικά, συναισθηματικά
- Τα μπάνια στη θάλασσα είναι ανανεωτικά
- που αναμορφώνει, μεταρρυθμίζει, φέρνει άνεμο αλλαγής σε έναν φορέα ή που έχει την πρόθεση να προκαλέσει αλλαγές
- Είναι ανανεωτικός και δεν τον αφήνουν να ανεβεί στην ιεραρχία του κόμματος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανανεωτικός
|