ανανεωτικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαανανεωτικά < ανανεωτικός
Επίρρημα
επεξεργασίαανανεωτικά
- με τρόπο ανανεωτικό (σπάνια χρήση)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανανεωτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαανανεωτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ανανεωτικό