Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανανιώνω < ξανά + νιώνω

ξανανιώνω

  1. αναζωογονούμαι, αισθάνομαι και πάλι νέος
    Με τη δεύτερη γυναίκα του ξανάνιωσε ο άνθρωπος. Η πρώτη τον είχε μαραζώσει
  2. για αφηρημένες έννοιες, ξαναζωντανεύει ακμαία κάτι, γίνεται πάλι ζωηρό και νέο
    που την ξαναζωντάνεψαν χιλιόζωες λαχτάρες και ξανανιώνει μέσα της κάθε παλιό ρημάδι (Δημητρός Μ. Δημητριάδης "Άνοιξη")

Συγγενικά

επεξεργασία


  Μεταφράσεις

επεξεργασία