ξανανιωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ξανανιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξανανιώνω
Μετοχή
επεξεργασίαξανανιωμένος, -η, -ο
- που μοιάζει ξανά νέος, ανανεωμένος, φρέσκος, αναγεννημένος
- Εκεί είναι το φαρμάκι που μας θανατώνει κάθε ελπίδα... μας κατεβάζει στα βάθια της φτώχειας, της πείνας, της κακοπέρασης, της σφαγής και της φωτιάς, ώσπου να μαζευτή η στάχτη που χρειάζεται για να φυτρώση ξανανιωμένος, περήφανος, και λαμπροστόλιστος Φοίνικας. (Αργύρης Εφταλιώτης, Φυλλάδες Γεροδήμου, 1897)
- → δείτε τη λέξη ξανανιώνω