↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξανανιωμένος η ξανανιωμένη το ξανανιωμένο
      γενική του ξανανιωμένου της ξανανιωμένης του ξανανιωμένου
    αιτιατική τον ξανανιωμένο την ξανανιωμένη το ξανανιωμένο
     κλητική ξανανιωμένε ξανανιωμένη ξανανιωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξανανιωμένοι οι ξανανιωμένες τα ξανανιωμένα
      γενική των ξανανιωμένων των ξανανιωμένων των ξανανιωμένων
    αιτιατική τους ξανανιωμένους τις ξανανιωμένες τα ξανανιωμένα
     κλητική ξανανιωμένοι ξανανιωμένες ξανανιωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ξανανιωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ξανανιώνω

ξανανιωμένος, -η, -ο

  • Εκεί είναι το φαρμάκι που μας θανατώνει κάθε ελπίδα... μας κατεβάζει στα βάθια της φτώχειας, της πείνας, της κακοπέρασης, της σφαγής και της φωτιάς, ώσπου να μαζευτή η στάχτη που χρειάζεται για να φυτρώση ξανανιωμένος, περήφανος, και λαμπροστόλιστος Φοίνικας. (Αργύρης Εφταλιώτης, Φυλλάδες Γεροδήμου, 1897)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία