Ετυμολογία

επεξεργασία
μαζευτή < μαζευτῇ

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

μαζευτή

  • το "μαζευτεί" της νεοελληνικής, μεταγραφή της παλιότερης γραφή "μαζευτῇ" (έτσι γραφόταν το γ΄πρόσωπο ενικού οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα ή υποτακτικής αορίστου του ρήματος μαζεύομαι στην καθαρεύουσα και πρωτύτερα)