Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυτρώση < φυτρώσῃ

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

φυτρώση

  • το "φυτρώσει" της νεοελληνικής, μεταγραφή της παλιότερης γραφής "φυτρώσῃ" (έτσι γραφόταν το γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα ή υποτακτικής αορίστου του ρήματος φυτρώνω στην καθαρεύουσα και πρωτύτερα)