Ετυμολογία

επεξεργασία
μαραζώνω < μαράζι

μαραζώνω, πρτ.: μαράζωνα, στ.μέλλ.: θα μαραζώσω, αόρ.: μαράζωσα, μτχ.π.π.: μαραζωμένος

  1. (αμετάβατο) πέφτω σε κατάθλιψη, με τρώει το μαράζι
    μαράζωσε απ'τον καημό της για το χαμό του γιου της
  2. (μεταβατικό) κάνω κάποιον να χάσει το ενδιαφέρον του για τη ζωή και τις ζωτικές του δυνάμεις
    την μαράζωσε ο καημός του
  3. (μεταφορικά) χάνω τις ζωτικές μου δυνάμεις, οδηγούμαι σε μαρασμό
    το χωριό εγκαταλείπεται από τη νεολαία και μαραζώνει σιγα σιγά

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία