ενικός         πληθυντικός  
pine pines

  Προφορά

επεξεργασία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pine (fr) θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pine pines

pine (en)

  1. (δέντρο) πεύκο
  2. μαράζι

pine (en)

Παράγωγα

επεξεργασία



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pine (no)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

pine (fy)