Ετυμολογία 1

επεξεργασία

νιώνω

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

νιώνω

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 19811994, έκδοση: 2013.



Ετυμολογία 1

επεξεργασία

νιώνω / νιώννω

  1. (για φωτιά)
    1. αναζωπυρώνω
    2. αναζωπυρώνομαι
  2. (μεταφορικά) κάνω κάποιον νέο

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
νιώνω < νιώθω, με ... Δείτε και μετανιώνω, μετανοώ  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

νιώνω

Παράγωγα

επεξεργασία