Ετυμολογία

επεξεργασία
αναζωπυρώνω < ελληνιστική κοινή ἀναζωπυρόω / ἀναζωπυρῶ < αρχαία ελληνική ἀναζωπυρέω / ἀναζωπυρῶ < ἀνά + ζώπυρον

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.na.zo.piˈɾo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐ζω‐πυ‐ρώ‐νω

αναζωπυρώνω (παθητική φωνή: αναζωπυρώνομαι / αναζωπυρούμαι)

  1. (κυριολεκτικά) ενεργώ έτσι, ώστε μια φωτιά που κόντευε να σβήσει να ξαναρχίσει να καίει με μεγάλη ένταση
    ※  Μάχη με τις φλόγες δίνουν οι δυνάμεις της Πυροσβεστικής στο Μαίναλο, καθώς η φωτιά στη θέση Ραπούνι αναζωπυρώθηκε και έχει λάβει μεγάλες διαστάσεις. Το πύρινο μέτωπο εκτείνεται σε μήκος 1,5 χιλιομέτρου. (εφ. Ελευθεροτυπία, 06.09.2011)
  2. (μεταφορικά) δίνω εκ νέου ένταση σε κάτι που βρισκόταν σε ύφεση ή είχε ξεχαστεί, ανακινώ ένα θέμα
    ※  Η συζήτηση για τη συνταγματική αναθεώρηση που αναζωπυρώθηκε την τελευταία εβδομάδα έχει βάθος τουλάχιστον μιας διετίας. Από το 2016 οι πολιτικές δυνάμεις είχαν ξεκινήσει να καταθέτουν στη δημόσια σφαίρα τις προτάσεις τους σε μια ευρύτερη απόπειρα επίτευξης της μίνιμουμ συναίνεσης, με σκοπό η επόμενη Βουλή να καταστεί αναθεωρητική. (Εφημερίδα των Συντακτών, 31.03.2018)

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία