Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀναζωπυρέω < ἀνά + ζωπυρέω

ἀναζωπυρέω - ἀναζωπυρῶ (συνηρημένο)

  1. αναζωογονώ
  2. αναρριπίζω