Δείτε επίσης: ἀναρριπίζω

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναρριπίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναρριπίζω < ἀνα- + ῥιπίζω < ῥιπίς < ῥίψ

αναρριπίζω, αόρ.: αναρρίπισα, παθ.φωνή: αναρριπίζομαι, π.αόρ.: αναρριπίστηκα

  1. (λόγιο) αναζωογονώ, αναμοχλεύω
    ※  Μια θάλασσα από σημαίες σάλευε στον άνεμο αναρριπίζοντας λες την τρελή χαρά. (Αθηνά Κακούρη (2005) Θέκλη [μυθιστόρημα])
  2. (λόγιο)[1] φυσώ τη φωτιά, προκειμένου να παραμείνει αναμμένη, δυναμώνω τη φλόγα

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)