αναρριπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναρριπίζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναρριπίζω < ἀνα- + ῥιπίζω < ῥιπίς < ῥίψ
Ρήμα
επεξεργασίααναρριπίζω, αόρ.: αναρρίπισα, παθ.φωνή: αναρριπίζομαι, π.αόρ.: αναρριπίστηκα
- (λόγιο) αναζωογονώ, αναμοχλεύω
- ※ Μια θάλασσα από σημαίες σάλευε στον άνεμο αναρριπίζοντας λες την τρελή χαρά. (Αθηνά Κακούρη (2005) Θέκλη [μυθιστόρημα])
- (λόγιο)[1] φυσώ τη φωτιά, προκειμένου να παραμείνει αναμμένη, δυναμώνω τη φλόγα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναρριπίζω | αναρρίπιζα | θα αναρριπίζω | να αναρριπίζω | αναρριπίζοντας | |
β' ενικ. | αναρριπίζεις | αναρρίπιζες | θα αναρριπίζεις | να αναρριπίζεις | αναρρίπιζε | |
γ' ενικ. | αναρριπίζει | αναρρίπιζε | θα αναρριπίζει | να αναρριπίζει | ||
α' πληθ. | αναρριπίζουμε | αναρριπίζαμε | θα αναρριπίζουμε | να αναρριπίζουμε | ||
β' πληθ. | αναρριπίζετε | αναρριπίζατε | θα αναρριπίζετε | να αναρριπίζετε | αναρριπίζετε | |
γ' πληθ. | αναρριπίζουν(ε) | αναρρίπιζαν αναρριπίζαν(ε) |
θα αναρριπίζουν(ε) | να αναρριπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναρρίπισα | θα αναρριπίσω | να αναρριπίσω | αναρριπίσει | ||
β' ενικ. | αναρρίπισες | θα αναρριπίσεις | να αναρριπίσεις | αναρρίπισε | ||
γ' ενικ. | αναρρίπισε | θα αναρριπίσει | να αναρριπίσει | |||
α' πληθ. | αναρριπίσαμε | θα αναρριπίσουμε | να αναρριπίσουμε | |||
β' πληθ. | αναρριπίσατε | θα αναρριπίσετε | να αναρριπίσετε | αναρριπίστε | ||
γ' πληθ. | αναρρίπισαν αναρριπίσαν(ε) |
θα αναρριπίσουν(ε) | να αναρριπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αναρριπίσει | είχα αναρριπίσει | θα έχω αναρριπίσει | να έχω αναρριπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αναρριπίσει | είχες αναρριπίσει | θα έχεις αναρριπίσει | να έχεις αναρριπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αναρριπίσει | είχε αναρριπίσει | θα έχει αναρριπίσει | να έχει αναρριπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αναρριπίσει | είχαμε αναρριπίσει | θα έχουμε αναρριπίσει | να έχουμε αναρριπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αναρριπίσει | είχατε αναρριπίσει | θα έχετε αναρριπίσει | να έχετε αναρριπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αναρριπίσει | είχαν αναρριπίσει | θα έχουν αναρριπίσει | να έχουν αναρριπίσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αναρριπίζομαι | αναρριπιζόμουν(α) | θα αναρριπίζομαι | να αναρριπίζομαι | ||
β' ενικ. | αναρριπίζεσαι | αναρριπιζόσουν(α) | θα αναρριπίζεσαι | να αναρριπίζεσαι | ||
γ' ενικ. | αναρριπίζεται | αναρριπιζόταν(ε) | θα αναρριπίζεται | να αναρριπίζεται | ||
α' πληθ. | αναρριπιζόμαστε | αναρριπιζόμαστε αναρριπιζόμασταν |
θα αναρριπιζόμαστε | να αναρριπιζόμαστε | ||
β' πληθ. | αναρριπίζεστε | αναρριπιζόσαστε αναρριπιζόσασταν |
θα αναρριπίζεστε | να αναρριπίζεστε | (αναρριπίζεστε) | |
γ' πληθ. | αναρριπίζονται | αναρριπίζονταν αναρριπιζόντουσαν |
θα αναρριπίζονται | να αναρριπίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αναρριπίστηκα | θα αναρριπιστώ | να αναρριπιστώ | αναρριπιστεί | ||
β' ενικ. | αναρριπίστηκες | θα αναρριπιστείς | να αναρριπιστείς | αναρριπίσου | ||
γ' ενικ. | αναρριπίστηκε | θα αναρριπιστεί | να αναρριπιστεί | |||
α' πληθ. | αναρριπιστήκαμε | θα αναρριπιστούμε | να αναρριπιστούμε | |||
β' πληθ. | αναρριπιστήκατε | θα αναρριπιστείτε | να αναρριπιστείτε | αναρριπιστείτε | ||
γ' πληθ. | αναρριπίστηκαν αναρριπιστήκαν(ε) |
θα αναρριπιστούν(ε) | να αναρριπιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αναρριπιστεί | είχα αναρριπιστεί | θα έχω αναρριπιστεί | να έχω αναρριπιστεί | ||
β' ενικ. | έχεις αναρριπιστεί | είχες αναρριπιστεί | θα έχεις αναρριπιστεί | να έχεις αναρριπιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει αναρριπιστεί | είχε αναρριπιστεί | θα έχει αναρριπιστεί | να έχει αναρριπιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αναρριπιστεί | είχαμε αναρριπιστεί | θα έχουμε αναρριπιστεί | να έχουμε αναρριπιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε αναρριπιστεί | είχατε αναρριπιστεί | θα έχετε αναρριπιστεί | να έχετε αναρριπιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αναρριπιστεί | είχαν αναρριπιστεί | θα έχουν αναρριπιστεί | να έχουν αναρριπιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναρριπίζω
|
Πηγές
επεξεργασία- αναρριπίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)