Δείτε επίσης: Μαίναλος, Μαίναλον
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το Μαίναλο
      γενική του Μαινάλου
Μαίναλου
    αιτιατική το Μαίναλο
     κλητική Μαίναλο
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Χιονοδρομικό Κέντρο Μαινάλου.
 
Ελατοδάσος του Μαινάλου.

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαίναλο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Μαίναλον (ὄρος)

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μαίναλο ουδέτερο

  1. όρος στην Πελοπόννησο
  2. ορεινό χωριό της Αρκαδίας, βορειοδυτικά της Τρίπολης

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)