Μαίναλο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | Μαίναλο | ||
γενική | του | Μαινάλου & Μαίναλου | ||
αιτιατική | το | Μαίναλο | ||
κλητική | Μαίναλο | |||
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Μαίναλο < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή Μαίναλον (ὄρος)
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΜαίναλο ουδέτερο
- όρος στην Πελοπόννησο
- ορεινό χωριό της Αρκαδίας, βορειοδυτικά της Τρίπολης
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Μαίναλο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία Μαίναλο
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)