Δείτε επίσης: Μαίναλο, Μαίναλος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Μαίναλον
      γενική τοῦ Μαινάλου
      δοτική τῷ Μαινάλ
    αιτιατική τὸ Μαίναλον
     κλητική ! Μαίναλον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Μαίναλον (ελληνιστική κοινή) < άγνωστης ετυμολογίας. Πιθανόν προέλευσης από την προελληνική .[1]
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: Maenalus νέα ελληνικά: Μαίναλο

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Μαίναλον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)

  • βουνό της Ελλάδας στην Πελοπόννησο, το Μαίναλο, ιερός τόπος του θεού Πάνα
    ※  3ος πκε αιώνας Θεόκριτος, Εἰδύλλια, Θύρσις, στιχ. 124 (123-126)
    ὦ Πὰν Πάν, εἴτ᾽ ἐσσὶ κατ᾽ ὤρεα μακρὰ Λυκαίω, | εἴτε τύγ᾽ ἀμφιπολεῖς μέγα Μαίναλον, ἔνθ᾽ ἐπὶ νᾶσον | τὰν Σικελάν, Ἑλίκας δὲ λίπε ῥίον αἰπύ τε σᾶμα | τῆνο Λυκαονίδαο, τὸ καὶ μακάρεσσιν ἀγητόν.
    «Ω Πάν, είτε στ᾽ ατέλειωτου Λυκαίου τα κορφοβούνια, | είτε στου Μαινάλου γυρνάς τα πυκνωμένα δάση, | παράτησε της ξακουστής Ελίκης τ᾽ ακρωτήρι | και του Λυκαονίδη, εκεί, παράτησε το μνήμα, | αυτό που ακόμα κι οι θεοί θωρώντας το θαυμάζουν, κι έλα σε τούτο το νησί της Σικελίας, έλα».
    Μετάφραση (1911), Ιωάννης Πολέμης @greek‑language.gr
    ※  2ος κε αιώνας Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Ἀρκαδικά, 8.36.5 @scaife.perseus
    Μεγαλοπολίταις δὲ διὰ τῶν ἐπὶ τὸ ἕλος ὀνομαζομένων πυλῶν, διὰ τούτων ὁδεύουσιν ἐς Μαίναλον παρὰ τὸν ποταμὸν τὸν Ἑλισσόντα ἔστι τῆς ὁδοῦ ἐν ἀριστερᾷ Ἀγαθοῦ θεοῦ ναός·

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης Γεώργιος, (2022). Λεξικό κυρίων ονομάτων (Α΄ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας Ι.Κ.Ε.