αναζωπυρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναζωπυρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου αναζωπυρώνω
Μετοχή
επεξεργασίααναζωπυρωμένος, -η, -ο
- που έχει αναζωπυρωθεί
- αναζωπυρωμένη εστία, πυρκαγιά, φωτιά
- με αναζωπυρωμένο το ενδιαφέρον
- αναζωπυρωμένη τάση, συζήτηση
- αναζωπυρωμένο μέτωπο στα εργασιακά
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναζωπυρωμένος
|