αναζωπύρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναζωπύρωμα < αναζωπυρώνω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααναζωπύρωμα[1] ουδέτερο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναζωπύρωμα
|
- ↑ αναζωπύρωμα - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)