εννοώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εννοώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐννοῶ / ἐννοέω < ἐν + νοέω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε εν- + νοώ.
- σημασία: καταλαβαίνω < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική mean
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.noˈo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εν‐νο‐ώ
Ρήμα
επεξεργασίαεννοώ, πρτ.: εννοούσα, αόρ.: εννόησα, παθ.φωνή: εννοούμαι, π.αόρ.: εννοήθηκα
- έχω στον νου μου, στο μυαλό μου
- ⮡ Τι εννοεί ο συγγραφέας όταν χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη;
- υπονοώ, υποδηλώνω
- ⮡ Εννοείς ότι δε θα έρθεις απόψε;
- καταλαβαίνω, κατανοώ
- ⮡ δεν εννοώ την κεντρική ιδέα του διηγήματος
- ⮡ Με εννόησες; Δεν θα σου ξανακάνω την ίδια παρατήρηση
- επιμένω σε κάτι, λέω κάτι στα σοβαρά, σοβαρολογώ
- ⮡ Είπα ότι θα το κάνω και το εννοώ!
- (γ' παθητικό πρόσωπο) → δείτε τη λέξη εννοείται
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εννοώ | εννοούσα | θα εννοώ | να εννοώ | εννοώντας | |
β' ενικ. | εννοείς | εννοούσες | θα εννοείς | να εννοείς | ||
γ' ενικ. | εννοεί | εννοούσε | θα εννοεί | να εννοεί | ||
α' πληθ. | εννοούμε | εννοούσαμε | θα εννοούμε | να εννοούμε | ||
β' πληθ. | εννοείτε | εννοούσατε | θα εννοείτε | να εννοείτε | εννοείτε | |
γ' πληθ. | εννοούν(ε) | εννοούσαν(ε) | θα εννοούν(ε) | να εννοούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εννόησα | θα εννοήσω | να εννοήσω | εννοήσει | ||
β' ενικ. | εννόησες | θα εννοήσεις | να εννοήσεις | εννόησε | ||
γ' ενικ. | εννόησε | θα εννοήσει | να εννοήσει | |||
α' πληθ. | εννοήσαμε | θα εννοήσουμε | να εννοήσουμε | |||
β' πληθ. | εννοήσατε | θα εννοήσετε | να εννοήσετε | εννοήστε | ||
γ' πληθ. | εννόησαν εννοήσαν(ε) |
θα εννοήσουν(ε) | να εννοήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εννοήσει | είχα εννοήσει | θα έχω εννοήσει | να έχω εννοήσει | ||
β' ενικ. | έχεις εννοήσει | είχες εννοήσει | θα έχεις εννοήσει | να έχεις εννοήσει | ||
γ' ενικ. | έχει εννοήσει | είχε εννοήσει | θα έχει εννοήσει | να έχει εννοήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εννοήσει | είχαμε εννοήσει | θα έχουμε εννοήσει | να έχουμε εννοήσει | ||
β' πληθ. | έχετε εννοήσει | είχατε εννοήσει | θα έχετε εννοήσει | να έχετε εννοήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εννοήσει | είχαν εννοήσει | θα έχουν εννοήσει | να έχουν εννοήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εννοούμαι | εννοούμουν | θα εννοούμαι | να εννοούμαι | εννοούμενος | |
β' ενικ. | εννοείσαι | εννοούσουν | θα εννοείσαι | να εννοείσαι | ||
γ' ενικ. | εννοείται | εννοούνταν | θα εννοείται | να εννοείται | ||
α' πληθ. | εννοούμαστε | εννοούμασταν εννοούμαστε |
θα εννοούμαστε | να εννοούμαστε | ||
β' πληθ. | εννοείστε | εννοούσασταν εννοούσαστε |
θα εννοείστε | να εννοείστε | εννοείστε | |
γ' πληθ. | εννοούνται | εννοούνταν | θα εννοούνται | να εννοούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εννοήθηκα | θα εννοηθώ | να εννοηθώ | εννοηθεί | ||
β' ενικ. | εννοήθηκες | θα εννοηθείς | να εννοηθείς | εννοήσου | ||
γ' ενικ. | εννοήθηκε | θα εννοηθεί | να εννοηθεί | |||
α' πληθ. | εννοηθήκαμε | θα εννοηθούμε | να εννοηθούμε | |||
β' πληθ. | εννοηθήκατε | θα εννοηθείτε | να εννοηθείτε | εννοηθείτε | ||
γ' πληθ. | εννοήθηκαν εννοηθήκαν(ε) |
θα εννοηθούν(ε) | να εννοηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εννοηθεί | είχα εννοηθεί | θα έχω εννοηθεί | να έχω εννοηθεί | ||
β' ενικ. | έχεις εννοηθεί | είχες εννοηθεί | θα έχεις εννοηθεί | να έχεις εννοηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εννοηθεί | είχε εννοηθεί | θα έχει εννοηθεί | να έχει εννοηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εννοηθεί | είχαμε εννοηθεί | θα έχουμε εννοηθεί | να έχουμε εννοηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εννοηθεί | είχατε εννοηθεί | θα έχετε εννοηθεί | να έχετε εννοηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εννοηθεί | είχαν εννοηθεί | θα έχουν εννοηθεί | να έχουν εννοηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εννοώ
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εννοώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας