Δείτε επίσης: ἐννοῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία
εννοώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐννοῶ / ἐννοέω < ἐν + νοέω.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε εν- + νοώ.

εννοώ, πρτ.: εννοούσα, αόρ.: εννόησα, παθ.φωνή: εννοούμαι, π.αόρ.: εννοήθηκα

  1. έχω στον νου μου, στο μυαλό μου
      Τι εννοεί ο συγγραφέας όταν χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη;
  2. υπονοώ, υποδηλώνω
      Εννοείς ότι δε θα έρθεις απόψε;
  3. καταλαβαίνω, κατανοώ
      δεν εννοώ την κεντρική ιδέα του διηγήματος
      Με εννόησες; Δεν θα σου ξανακάνω την ίδια παρατήρηση
  4. επιμένω σε κάτι, λέω κάτι στα σοβαρά, σοβαρολογώ
      Είπα ότι θα το κάνω και το εννοώ!
  5. (γ' παθητικό πρόσωπο)  δείτε τη λέξη εννοείται

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία