λιγο-
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λιγο- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λιγο- < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀλιγο- με σίγηση του αρχικού άτονου ὀ- [1] → δείτε τις λέξεις λίγος και ὀλίγος
Πρόθημα
επεξεργασία
λιγο- ή λιγό-
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) η σημασία του λίγος, λίγο ως πρώτο συνθετικό επιθέτων
Άλλες μορφές
επεξεργασία- ολιγο-, ολιγό-
Σύνθετα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ "λιγο-" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Ετυμολογία
επεξεργασία
- λιγο- < ὀλιγο- με αποβολή του αρχικού άτονου ὀ- [1] < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ὀλιγο- ὀλίγο(ς)
Πρόθημα
επεξεργασία
λιγο- ή λιγό-
Σύνθετα
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ "λιγο-" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας