Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η λάλος το λάλο
      γενική του/της λάλου του λάλου
    αιτιατική τον/τη λάλο το λάλο
     κλητική λάλε λάλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λάλοι τα λάλα
      γενική των λάλων των λάλων
    αιτιατική τους/τις λάλους τα λάλα
     κλητική λάλοι λάλα
Λόγιο επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ος -ος -ο', Κατηγορία όπως «χοληδόχος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

λάλος < αρχαία ελληνική λάλος (< πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *leh₂-[1]) < (ηχομιμητική λέξη)[1]

  Επίθετο επεξεργασία

λάλος, -ος, -ον

  1. φλύαρος, πολύ ομιλητικός, πολύλογος
  2. (μεταφορικά) αυτός που παράγει ήχο μονότονο ως φλυαρία
  3. ως αντικείμενο, ομιλών, λαλών, φλυαρώντας, πάρλας
  4. (ουσιαστικοποιημένο) η οχλοβοή

Σημειώσεις επεξεργασία

Παραθετικά: (συγκριτικός) λαλίστερος, (υπερθετικός) λαλίστατος

ο τάδε υπήρξε λαλίστατος πολιτικός
  1. 1,0 1,1 Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.