ομιλητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ομιλητικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὁμιλητικός (με ευχάριστες κοινωνικές σχέσεις) < ὁμιλητής < ὁμιλέω < → δείτε ὅμιλος και -ιλος. Μορφολογικά αναλύεται σε (ομιλώ) ομιλη- + -τικός [1][2]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.mi.li.tiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μι‐λη‐τι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαομιλητικός, -ή, -ό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ομιλητικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ s.v. «ομιλώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.