στωμύλος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | στωμύλος | η | στωμύλη | το | στωμύλο |
γενική | του | στωμύλου | της | στωμύλης | του | στωμύλου |
αιτιατική | τον | στωμύλο | τη | στωμύλη | το | στωμύλο |
κλητική | στωμύλε | στωμύλη | στωμύλο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | στωμύλοι | οι | στωμύλες | τα | στωμύλα |
γενική | των | στωμύλων | των | στωμύλων | των | στωμύλων |
αιτιατική | τους | στωμύλους | τις | στωμύλες | τα | στωμύλα |
κλητική | στωμύλοι | στωμύλες | στωμύλα | |||
Κατηγορία όπως «ξένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στωμύλος < αρχαία ελληνική στωμῠ́λος < στόμα[1]
Επίθετο
επεξεργασίαστωμύλος
- (αρχαιοπρεπές) (αφορά άνθρωπο) ευφραδής, ομιλητικός, εύγλωττος
- (αρχαιοπρεπές) (αφορά λόγο) γλαφυρός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη στόμα
Μεταφράσεις
επεξεργασία στωμύλος
|
- ↑ «Traditionally compared with στόμα, with full grade of the root (*steh₃-m-) and a suffix *-ul-.» Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.