εύγλωττος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εύγλωττος < αρχαία ελληνική εὔγλωττος
Επίθετο
επεξεργασίαεύγλωττος, -η, -ο
- που εκφράζει κάτι κατά τρόπο απόλυτα σαφή και κατανοητό, εκφραστικός
- εύγλωττη χειρονομία, εύγλωττη σιωπή
εύγλωττος, -η, -ο