Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Επίθετο επεξεργασία

articulate (en)

  1. εύγλωττος, ευφραδής
  2. ξεκάθαρος, σαφής, κατανοητός
  3. που μιλάει με σαφή, ξεκάθαρο τρόπο
  4. αρθρωτός

  Ρήμα επεξεργασία

articulate (en)

  1. αρθρώνω
  2. εξηγώ με λόγια
  3. σχηματίζω ανατομική ή άλλου είδους άρθρωση

Συγγενικά επεξεργασία