ευφραδής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευφραδής | η | ευφραδής | το | ευφραδές |
γενική | του | ευφραδούς* | της | ευφραδούς | του | ευφραδούς |
αιτιατική | τον | ευφραδή | την | ευφραδή | το | ευφραδές |
κλητική | ευφραδή(ς) | ευφραδής | ευφραδές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευφραδείς | οι | ευφραδείς | τα | ευφραδή |
γενική | των | ευφραδών | των | ευφραδών | των | ευφραδών |
αιτιατική | τους | ευφραδείς | τις | ευφραδείς | τα | ευφραδή |
κλητική | ευφραδείς | ευφραδείς | ευφραδή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ευφραδής < ελληνιστική κοινή εὐφραδής < αρχαία ελληνική εὖ + φράζω
Επίθετο
επεξεργασίαευφραδής, -ής, -ές
- (λόγιο) που έχει μεγάλη ευχέρεια στη διατύπωση σκέψεων, συναισθημάτων και επιχειρημάτων, που χειρίζεται τον προφορικό λόγο με πλούτο και αποτελεσματικότητα, που προκαλεί θαυμασμό με τον τρόπο ομιλίας του, που λέει ωραία λογύδρια.
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ευφραδής