fluent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | fluent |
συγκριτικός | more fluent |
υπερθετικός | most fluent |
Επίθετο
επεξεργασίαfluent (en)
- άνετα, ευφραδής, που μιλάει με ευχέρεια μια ξένη γλώσσα
- ↪ I am fluent in English.
- Μιλάω άνετα αγγλικά.
- ↪ a fluent speaker - ευφραδής ομιλητής
- ↪ I am fluent in English.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- fluent - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 66. ISBN 9780194325684., λήμμα: άνετος