παραθετικά
θετικός fluent
συγκριτικός more fluent
υπερθετικός most fluent

fluent (en)

  • άπταιστος, εύγλωττος, ευφραδής, που μιλάει με ευχέρεια μια ξένη γλώσσα
      I didn’t know he is a foreigner, he speaks fluent Greek.
    Δεν κατάλαβα ότι είναι ξένος, μιλάει άπταιστα ελληνικά.
      a fluent speaker - εύγλωττος/ευφραδής ομιλητής

Παράγωγα

επεξεργασία