παραθετικά
θετικός fluent
συγκριτικός more fluent
υπερθετικός most fluent

  Επίθετο

επεξεργασία

fluent (en)

  • άπταιστος, εύγλωττος, ευφραδής, άνετα, που μιλάει με ευχέρεια μια ξένη γλώσσα
    ⮡  I didn’t know he is a foreigner, he speaks fluent Greek.
    Δεν κατάλαβα ότι είναι ξένος, μιλάει άπταιστα ελληνικά.
    ⮡  a fluent speaker - εύγλωττος/ευφραδής ομιλητής
    ⮡  I am fluent in English.
    Μιλάω άνετα αγγλικά.

Παράγωγα

επεξεργασία