fluently
Αγγλικά (en) επεξεργασία
παραθετικά | |
θετικός | fluently |
συγκριτικός | more fluently |
υπερθετικός | most fluently |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
fluently (en)
- άπταιστα, άνετα, για ομιλία σε ξένη γλώσσα
- ↪ I speak English fluently.
- Μιλάω άνετα αγγλικά.
- ↪ Although she is German, she speaks Greek fluently.
- Aν και είναι Γερμανίδα μιλάει άνετα τα ελληνικά.
- ↪ I speak English fluently.
Πηγές επεξεργασία
- fluently - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 66. ISBN 9780194325684., λήμμα: άνετος