Αγγλικά (en) επεξεργασία

παραθετικά
θετικός fluently
συγκριτικός more fluently
υπερθετικός most fluently

  Ετυμολογία επεξεργασία

fluently < fluent + -ly

  Επίρρημα επεξεργασία

fluently (en)

  • άπταιστα, άνετα, για ομιλία σε ξένη γλώσσα
    I speak English fluently.
    Μιλάω άνετα αγγλικά.
    Although she is German, she speaks Greek fluently.
    Aν και είναι Γερμανίδα μιλάει άνετα τα ελληνικά.

  Πηγές επεξεργασία