γλαφυρός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γλαφυρός | η | γλαφυρή | το | γλαφυρό |
γενική | του | γλαφυρού | της | γλαφυρής | του | γλαφυρού |
αιτιατική | τον | γλαφυρό | τη | γλαφυρή | το | γλαφυρό |
κλητική | γλαφυρέ | γλαφυρή | γλαφυρό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γλαφυροί | οι | γλαφυρές | τα | γλαφυρά |
γενική | των | γλαφυρών | των | γλαφυρών | των | γλαφυρών |
αιτιατική | τους | γλαφυρούς | τις | γλαφυρές | τα | γλαφυρά |
κλητική | γλαφυροί | γλαφυρές | γλαφυρά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γλαφυρός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή γλαφυρός (αρχαία σημασία: καλογυαλισμένος) [1]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɣla.fiˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : γλα‐φυ‐ρός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γλαφυρός, -ή, -ό
- που περιγράφει κάτι με παραστατικότητα, ζωντάνια, κομψότητα και εκφραστικό πλούτο
- ↪ γλαφυρό ύφος
- (μεταφορικά) ο ευχάριστος ή εύκολος στην ανάγνωση
- ↪ γλαφυρό ύφος (εδώ μεταφορικά, που δεν πληροί όλα τα προαπαιτούμενα της γλαφυρότητας)
- (μεταφορικά) ο ευχάριστος και χαρωπός, ο ενδιαφέρων
- ↪ γλαφυρό πνεύμα
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γλαφυρός
Επεξεργασία
- ↑ γλαφυρός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γλαφυρός < θέμα γλαφυ- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
ΕπίθετοΕπεξεργασία
γλαφυρός, -ά, -όν
Επεξεργασία
ΠηγέςΕπεξεργασία
- γλαφυρός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- γλαφυρός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.