καλογυαλισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλογυαλισμένος (μετοχή χωρίς ρήμα) < καλο- + γυαλισμένος, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος γυαλίζω
Μετοχή επεξεργασία
καλογυαλισμένος, -η, -ο
- γυαλισμένος πολύ καλά
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλογυαλισμένος
|