Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γλάφυ < γλάφω


  Ουσιαστικό επεξεργασία

γλάφυ ουδέτερο

  • ἔχωσι καὶ γλάφυ πετρῆεν (Ησίοδος)